παράστραβος
From LSJ
Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei
English (LSJ)
παράστραβον, with a slight squint, PSI9.1028.8 (i A. D.), Eust. 206.29.
German (Pape)
[Seite 500] seitwärts schielend, bei Eust. 206, 29 Erkl. von ἔπιλλος.
Greek (Liddell-Scott)
παράστρᾰβος: -ον, ἀλλοίθωρος, πλαγίως βλέπων, «τινὲς δὲ ὅτι ἔπιλλος ὁ παράστραβος» Εὐστ. 206. 29., ἴδε ἔπιλλος.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αλλήθωρος, με ελαφρό αλληθωρισμό, με μικρό στραβισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + στραβός.