ψηφοκλέπτης
From LSJ
ὅνος λύρας ἀκούει κινῶν τά ὦτα → a donkey hears the lyre and wiggles its ears, caviar to the general
English (LSJ)
ψηφοκλέπτου, ὁ, = ψηφοπαίκτης, Ath.1.19b, cf. Eust.1601.50.
German (Pape)
[Seite 1397] ὁ, = ψηφοπαίκτης, Ath. I, 19 b.
Greek (Liddell-Scott)
ψηφοκλέπτης: -ου, ὁ, = ψηφοπαίκτης, Ἀθήν. 19Β, πρβλ. Εὐστάθ. 1601. 50.
Greek Monolingual
ὁ, Α
ψηφοπαίκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψῆφος + κλέπτης.