κάθιξις
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
English (LSJ)
-εως, ἡ, arrival at a point, τῆς συναφῆς Vett.Val.244.35.
Greek Monolingual
κάθιξις, ἡ (Α) καθικνούμαι
άφιξη σε ένα σημείο.