πολυδήριτος

Revision as of 13:18, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

πολυδήριτον, much-contested, Opp. H.5.328.

German (Pape)

[Seite 662] viel bestritten, um was viel gekämpft wird, Opp. Hal. 5, 328.

Greek (Liddell-Scott)

πολυδήρῑτος: -ον, περιμάχητος, Ὀππ. Ἁλ. 5, 328.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός για τον οποίο δημιουργούνται πολλές φιλονικίες, αυτός για τον οποίο γίνονται πολλές έριδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + δῆρις, -ιτος «μάχη» (πρβλ. αμφιδήριτος)].