μαστώδης
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
μαστῶδες, = μαστοειδής, Glossaria.
Greek (Liddell-Scott)
μαστώδης: -ες, = μαστοειδής, Γλωσσ.
Greek Monolingual
-ες (Α μαστώδης, -ῶδες) μαστός
αυτός που μοιάζει με μαστό κατά το σχήμα, μαστοειδής
νεοελλ.
αυτός που έχει μεγάλους ή πολλούς μαστούς.
German (Pape)
ες, = μαστοειδής.