καλλίπολις

Revision as of 12:07, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

-εως, ἡ, fair city, Pl.R. 527c: freq. as pr.n.:—hence Καλλιπολῖται, οἱ, Hdt.7.154, etc.

German (Pape)

[Seite 1310] ἡ, schöner Staat, od. Schönstaat, zum Scherz von Plat. Rep. VII, 527 a gebildet; Themist.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
belle ville.
Étymologie: καλός, πόλις.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλίπολις -εως, ἡ [καλός, πόλις] Mooi-stad; modelstaat.

Russian (Dvoretsky)

καλλίπολις: εως ἡ прекрасное государство или прекрасный город Plat.

Greek Monolingual

καλλίπολις, ἡ (AM)
η ωραία πόλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + πόλις.

Greek Monotonic

καλλίπολις: -εως, ἡ, ωραία πόλη, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίπολις: -εως, ἡ, ὡραῖα πόλις, Πλάτ. Πολ. 527C· συχν. ὡς κύριον ὄνομα, Ἡρόδ, Ἡρόδ. 7. 154, κτλ.

Middle Liddell

καλλί-πολις, εως
fair-city, Plat.