ταπεινωτικός

From LSJ
Revision as of 05:40, 14 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "müthig" to "mütig")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348

German (Pape)

[Seite 1069] erniedrigend, demütigend, Sp.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ταπεινωτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [[ταπεινῶ, -ώνω]]
αυτός που προκαλεί ταπείνωση, εξευτελιστικός («ταπεινωτικοί όροι ανακωχής»).
επίρρ...
ταπεινωτικώς και ταπεινωτικά Ν
εξευτελιστικά.