ἀγρευτικός
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
English (LSJ)
ἀγρευτική, ἀγρευτικόν, of or skilled in hunting, ἀγρευτικόν [ἐστι] useful for ensnaring an enemy, X.Eq.Mag.4.12; ἀ. λίνος Sch.E.Ba.611. Adv. ἀγρευτικῶς = in manner suited to hunting Poll.5.9.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 apropiado para atrapar, cazador ἀγρευτικόν (ἐστι) X.Eq.Mag.4.12
•de caza κύων Ael.NA 8.2
•c. gen., ref. a la expresión μέριμναν ἀγροτέραν en Sch.Pi.O.2.54 (v. ἀγρότερος II), οἱονεὶ ἀγρευτικὴν τῶν καλῶν Herm.in Phdr.74, fig. τῶν ἡδέων Sch.Pi.O.2.96k
•subst. τὸ ἀγρευτικόν (ζῴον) animal carnívoro o depredador op. ποιηφάγον Max.Tyr.23.4.
2 adv. ἀγρευτικῶς = de modo apropiado a la caza o a la manera de los cazadores Poll.5.9.
German (Pape)
[Seite 22] zum Jagen geschickt, Xen. mag. equ. 4, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγρευτικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος, χρήσιμος ἢ πεπειραμένος εἰς τὸ θηρᾶν· ἀγρευτικόν (ἐστι), χρήσιμον εἰς τὸ νὰ παγιδεύσῃ τις ἐχθρόν, Ξεν. Ἱππαρχ. 4. 12. Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. 5. 9.
Russian (Dvoretsky)
ἀγρευτικός: удобный для поимки: ἀγρευτικόν ἐστιν … Xen. в целях захвата (противника) целесообразно ….