γλαυκώδης

From LSJ
Revision as of 21:45, 24 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλαυκώδης Medium diacritics: γλαυκώδης Low diacritics: γλαυκώδης Capitals: ΓΛΑΥΚΩΔΗΣ
Transliteration A: glaukṓdēs Transliteration B: glaukōdēs Transliteration C: glafkodis Beta Code: glaukw/dhs

English (LSJ)

γλαυκῶδες, of the owl kind, Arist.HA504a26.

Spanish (DGE)

-ες
semejante a la lechuza, de la especie de la lechuza subst. οἱ γλαυκώδεις τῶν ὀρνίθων Arist.HA 504a26.

German (Pape)

ες, eulenartig, ὄρνιθες Arist. H.A. 2.12.

Russian (Dvoretsky)

γλαυκώδης: похожий на сову, совиный (οἱ γλαυκώδεις τῶν ὀρνίθων Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

γλαυκώδης: -ες, (εἶδος) ἐκ τοῦ εἴδους τῆς γλαυκός, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 12. 7.

Greek Monolingual

-ες (Α γλαυκώδης, -ες)
νεοελλ.
αυτός που έχει χρώμα γλαυκό ή προς το γλαυκό
αρχ.
φρ. «οἱ γλαυκώδεις τῶν ὀρνίθων» — πτηνά τα οποία ανήκουν στην ίδια οικογένεια με τη γλαύκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλαυξ, με την αρχαία σημ. και < γλαυκός, με τη νεοελλ. σημ.].