δίχροος
Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu
English (LSJ)
δίχροον, contr. δίχρους, δίχρουν, two-coloured, two-colored, ᾠά Arist.HA 489b14, GA749a18.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): contr. δίχρους Thphr.HP 1.13.1
1 bicolor δίχροα ... τὰ (ᾠά) τῶν ὀρνίθων Arist.HA 489b14, cf. 558a5, GA 749a18, 752a9, de árboles, Thphr.l.c., ἀήρ Nonn.D.18.157, ἴχνια Nonn.D.4.131, ῥόδον Nonn.D.47.20.
2 biforme de Cécrope, Nonn.D.41.62.
German (Pape)
[Seite 647] zsgz. -χρους, zweifarbig, Arist. H. A. 1, 5.
Greek (Liddell-Scott)
δίχροος: -ον, συνῃρ. -χρους, ουν, δύο χρώματα ἔχων, Ἀριστ. Ι. Ζ. 1. 5, 5, Γεν. Ζ. 3. 1, 30· ― οὕτω, δίχρως, ων, ὁ αὐτ. Ι. Ζ. 6. 10, 3· καὶ δίχρωμος, ον, Λουκ. Προμ. 4.
Russian (Dvoretsky)
δίχροος: стяж. δίχρους 2 двухцветный (τὰ τῶν ὀρνίθων ᾠά Arst.).