στρογγυλοπρόσωπος
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
στρογγυλοπρόσωπον, round-faced, Arist.HA495a2, Phgn.807b33, PPetr.3p.4 (iii B.C.), PCair.Zen.76.9 (iii B.C., τρ-), PGrenf.1.25 (2).12 (ii B.C.), etc.
German (Pape)
[Seite 955] mit rundem Gesichte, Arist. H. A. 1, 6 physiogn. 3.
Russian (Dvoretsky)
στρογγῠλοπρόσωπος: круглолицый Arst.
Greek (Liddell-Scott)
στρογγῠλοπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων στρογγύλον πρόσωπον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 4, Φυσιογν. 3, 5.
Greek Monolingual
-η, -ο / στρογγυλοπρόσωπος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει στρογγυλό πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. μικροπρόσωπος.