μικροπρόσωπος
From LSJ
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
English (LSJ)
μικροπρόσωπον, small-faced, Arist.Phgn.808a30.
German (Pape)
[Seite 184] mit kleinem Angesicht, Arist. physiogn. 3 (808 a 30).
Russian (Dvoretsky)
μῑκροπρόσωπος: обладающий маленьким лицом Arst.
Greek (Liddell-Scott)
μῑκροπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων μικρὸν πρόσωπον, Ἀριστ. Φυσιογν. 3, 13.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μικροπρόσωπος, -ον)
αυτός που έχει μικρό πρόσωπο.