βακέτα
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
Greek Monolingual
η
1. κατεργασμένο δέρμα μικρού μοσχαριού
2. υποδήματα από βακέτα
3. νεάζουσα γερασμένη γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vacchetta «δαμάλι», υποκορ. του vacca «αγελάδα»].
Translations
calfskin
Czech: teletina; Galician: becerro; German: Kalbsleder, Kalbfell; Greek: δέρμα μοσχαριού, τελατίνι, βακέτα; Anciet Greek: μοσχῆ, μόσχειον; Irish: craiceann lao; Manx: crackan lheiy; Russian: телячья кожа; Spanish: becerro