ασβεστοκάμινος

From LSJ
Revision as of 12:51, 1 January 2024 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=ασβεστοκάμινο το και ασβεστοκάμινος, η<br />καμίνι όπου παράγεται ασβέστης.<br />[<b>...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source

Greek Monolingual

ασβεστοκάμινο το και ασβεστοκάμινος, η
καμίνι όπου παράγεται ασβέστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άσβεστος + καμίνι, κάμινος. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. γερμ. Kalkofen)].