dwelling
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. and V. οἶκος, ὁ, οἴκησις, ἡ, οἴκημα, τό, Ar. and P. οἰκία, ἡ, Ar. and V. ἕδρα, ἡ, δόμος, ὁ, or pl., δῶμα, τό, or pl., ἑστία, ἡ, μέλαθρον, τό, or pl., V. στέγη, ἡ, or pl., στέγος, τό, or pl., οἰκητήριον, τό, εἰσοίκησις, ἡ, σκηνή, ἡ, ἀναστροφή, ἡ, ἑδώλια, τά, ἤθη, τά, αὐλή, ἡ.