ἱεράω
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
French (Bailly abrégé)
ἱεράω, ἱερῶ :
consacrer au culte;
Moy. ἱεράομαι, ἱερῶμαι (f. ἱεράσομαι) se consacrer au culte, être prêtre ou être prêtresse ; ἱερωσύνην ἱεράσασθαι ESCHN exercer un sacerdoce.
Étymologie: ἱερός.