gastvrijheid
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
Dutch > Greek
δεξιότης, δεξίωσις, ἐπιξένωσις, κατανθρωπισμός, ξείνια, ξενοσύνη, ξεινοσύνη, ξενία, ξένια, ξενίη, ξένισις, ξενόστασις, τὰ ξείνια, τὰ ξένια, τὸ ξενοδόχον, ὑποδοχή, φιλοξενία, φιλοξενίη