δεκαμία
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
s.e. ἡμέρα;
le onzième jour.
Étymologie: δέκα, μία.
Spanish (DGE)
δεκαείς, δεκαμία, δεκαέν
• Grafía: frec. escrito δέκα εἷς, μία, ἕν
once, IG 42.109.2.60, Didyma 426.15 (ambas III a.C.), BGU 2398.9, 29 (III a.C.), SEG 26.676.13 (Larisa II a.C.)
•en fechas πρὸ δεκαμιᾶς καλανδῶν Μαΐων Plu.Num.3, cf. Lyd.Mens.4.18.
Russian (Dvoretsky)
δεκαμία: ἡ (sc. ἡμέρα) одиннадцатый день Plut.