ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head
ἐνήδομαι (Α) ήδομαιχαίρω, αισθάνομαι ηδονή και ευχαρίστηση με κάτι («ταῖς θείαις καλλοναῖς ἐνηδόμενος», Μηναία).