ηνορέη
From LSJ
ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
Greek Monolingual
ἠνορέη, δωρ. τ. ἀνορέα, ἡ (Α)
1. ανδρεία, θάρρος («ἠνορέη πίσυνοι καὶ κάρτεϊ χειρῶν», Ομ. Ιλ.)
2. ανδρική ομορφιά
3. δύναμη («ὕδατος ἠνορέη», Αιλ.)
4. πληθ. αἱ ἠνορέαι
έπαινοι της ανδρείας («ἀνορεαις ὑπερτάταις ἐπέβα παῖς», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. του αιολ. ᾱνορέα, που σχηματίστηκε για μετρικούς λόγους και προέρχεται πιθ. με απόσπαση από το σύνθετο ευ-ᾱνορία (< ευάνωρ)].