Μαίρα
From LSJ
Βούλου δ' ἀρέσκειν πᾶσι, μὴ σαυτῷ μόνῳ → Studeas placere cunctis, non soli tibi → Such allen zu gefallen, nicht nur dir allein
Greek Monolingual
Μαῖρα, ἡ (Α)
1. ο αστέρας Σείριος
2. προσωνυμία της Εκάβης, που μεταμορφώθηκε σε σκύλο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μαρμαίρω «λάμπω, ακτινοβολώ» χωρίς διπλασιασμό].