οικετεία

From LSJ
Revision as of 14:43, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source

Greek Monolingual

οἰκετεία και οἰκετία, ἡ (Α) οικέτης
1. το σύνολο τών οικετών που υπηρετούσαν σε ένα σπίτι, σε μία οικογένεια, το σύνολο τών υπηρετών, τών δούλων («πλούσιοι γενόμενοι Ῥωμαῖοι... οἰκετείαις ἐχρῶντο πολλαῖς», Στράβ.)
2. καταναγκαστική εργασία, δουλεία («ἀπολύειν κελεύω τοὺς ταῖς οικετείας ὄντας Ἰουδαίους», Ιώσ).