κονδῖτος
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
German (Pape)
[Seite 1480] οἶνος, vinum conditum, der mit Gewürzen angemacht ist, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κονδῖτος: οἶνος, ὁ, τὸ Λατ. vinum conditum, οἶνος ἀρωματικός, Γεωπ. 8. 31· ὡς οὐσ. τὸ κονδῖτον = κονδῖτος οἶνος, Μοσχίων 77. κλ.
Greek Monolingual
κονδῑτος, -ον (ΑM, Α ουδ. και κονδεῖτον, Μ ουδ. και κοντῑτον)
1. καρυκευμένος, αρωματικός, πικάντικος («κονδῑτος οἶνος», Γεωπ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κονδῑτον
κρασί με μπαχαρικά, αρωματικό κρασί
μσν.
το αρσ. ως ουσ. ὁ κονδῖτος καρύκευμα, μπαχαρικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. conditus, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. condio «καρυκεύω»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κονδῖτος -ον aromatisch, subst. τὸ κονδῖτον aromatische wijn.