κονδῖτος

From LSJ
Revision as of 14:44, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197

German (Pape)

[Seite 1480] οἶνος, vinum conditum, der mit Gewürzen angemacht ist, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κονδῖτος: οἶνος, ὁ, τὸ Λατ. vinum conditum, οἶνος ἀρωματικός, Γεωπ. 8. 31· ὡς οὐσ. τὸ κονδῖτον = κονδῖτος οἶνος, Μοσχίων 77. κλ.

Greek Monolingual

κονδῑτος, -ον (ΑM, Α ουδ. και κονδεῖτον, Μ ουδ. και κοντῑτον)
1. καρυκευμένος, αρωματικός, πικάντικος («κονδῑτος οἶνος», Γεωπ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κονδῑτον
κρασί με μπαχαρικά, αρωματικό κρασί
μσν.
το αρσ. ως ουσ. ὁ κονδῖτος καρύκευμα, μπαχαρικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. conditus, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. condio «καρυκεύω»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κονδῖτος -ον aromatisch, subst. τὸ κονδῖτον aromatische wijn.