πίδακας

From LSJ
Revision as of 14:44, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source

Greek Monolingual

ο / πῖδαξ, ΝΑ
νεοελλ.
1. φυσική πηγή που εξακοντίζει προς τα πάνω το νερό εξαιτίας της πιέσεως
2. τεχνητή πηγή που με ειδική συσκευή εκτοξεύει το νερό προς τα πάνω και έτσι δημιουργεί διάφορα σχήματα που χρωματίζονται φαντασμαγορικά με ειδικές εγκαταστάσεις φωτισμού, και κατασκευάζεται σε πλατείες, κήπους και άλλους χώρους ως διακοσμητικό στοιχείο κν. σιντριβάνι
αρχ.
πηγή που αναβρύζει νερό («ἀνέρπει πίδακος ἐξ ἱερῆς ὀλίγη λιβάς», Καλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ., που εμφανίζει το επίθημα -αξ, το οποίο απαντά και σε άλλους τεχνικούς όρους (πρβλ. όμφαξ). Οι τ. πιδῶ, πιδήεις μορφολογικώς θα μάς οδηγούσαν σε ένα αμάρτυρο όνομα πίδη ή πῖδος, ενώ το ρ. πιδ-ύω σε ένα όνομα πῖδυς. Η λ. πῖδαξ συνδέεται πιθ. με τον τ. πῖσος, ενώ, αντιθέτως, δεν θεωρείται πιθανή η σύνδεσή της με τους τ. πῖαρ ή πίτυς. Επίσης, η σύνδεση του πῖδαξ με αρχ. νορβ. feitr «παχύς», fita «παχιά» προσκρούει σε δυσχέρειες τόσο μορφολογικές όσο και σημασιολογικές].