οργιάζω

From LSJ
Revision as of 14:45, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source

Greek Monolingual

ὀργιάζω) ὄργια‎‎
νεοελλ.
1. ζω έκλυτο βίο, κάνω ανήθικες πράξεις
2. κάνω παράνομες πράξεις
αρχ.
1. τελώ θρησκευτικά όργια («θυσίαις καὶ πομπαῖς ἃς αὐτὸς ὠργίασε καὶ κατέστησε», Πλούτ.)
2. τιμώ ή λατρεύω κάποιον με όργια
3. εισάγω κάποιον στη γνώση τών οργίων.