ροίβδος

From LSJ
Revision as of 14:45, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισις → silence, you see, is an answer for the wise (Menander)

Source

Greek Monolingual

ὁ, Α
ορμητική κίνηση, συριστικός ήχος (α. «πτερῶν γὰρ ῥοῑβδος οὐκ ἄσημος ἦν», Σοφ.
β. «ἀνέμου ῥοῖβδος καὶ ῥύμη», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. σχηματισμένος πιθ. με ονοματοποιία από ρίζα roi-gw- με επίθημα -δος (πρβλ. κέλαδος, ἄραδος), βλ. και λ. ῥοῖζος.