χρυσίτιδα

From LSJ
Revision as of 14:51, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source

Greek Monolingual

η / χρυσῑτις, -ίτιδος, ΝΑ
ως ουσ.
1. γη που περιέχει μεταλλεύματα χρυσού, χρυσοφόρο κοίτασμα
2. λυδία λίθος
αρχ.
1. ως επίθ. α) αυτή που περιέχει χρυσό («χρυσῖτιν ἄμμον», Στράβ.)
β) όμοια με χρυσό
2. ως ουσ. α) το φυτό χρυσοκόμη
β) το φυτό αείζωο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός (Ι) + επίθημα -ῖτις (πρβλ. λυχνῖτις)].