dislocación
From LSJ
Spanish > Greek
διασπασμός, ἐκβολή, ἔκπτωσις, διαστροφή, ἐξάρθρημα, ἐκπάλησις, ἀνάθλασις, διάστρεμμα, ἔκκλισις, ἐξάρθρωμα, ἐξάρθρωσις, ἐξάρθρησις, ἔκπτωμα, διακίνημα, τὸ ἐξηρθρηκός, ἐξηρθρηκός, διαφορά, ἔξαρθρον
διασπασμός, ἐκβολή, ἔκπτωσις, διαστροφή, ἐξάρθρημα, ἐκπάλησις, ἀνάθλασις, διάστρεμμα, ἔκκλισις, ἐξάρθρωμα, ἐξάρθρωσις, ἐξάρθρησις, ἔκπτωμα, διακίνημα, τὸ ἐξηρθρηκός, ἐξηρθρηκός, διαφορά, ἔξαρθρον