μηλοτρόφος

Revision as of 10:30, 17 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " A.''Pers.''" to " A.''Pers.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

μηλοτρόφον, sheep-feeding, Ἀσίη Archil.26; Ἀσίς A.Pers.763; Ἀρκαδία B.10.95; Λιβύη Orac. ap. Hdt.4.155.

German (Pape)

[Seite 173] Schaafe nährend; Ἀσία, Archil. frg. 89; Aesch. Pers. 749; sp. D., wie Nonn.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui nourrit des brebis ou des troupeaux.
Étymologie: μῆλον¹, τρέφω.

Russian (Dvoretsky)

μηλοτρόφος: питающий овец (Λιβύη Her.; Ἀσίς Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

μηλοτρόφος: -ον, ὁ τρέφων πρόβατα, Ἀσίη Ἀρχίλ. 22· Λιβύη χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 4. 155· Ἀσὶς Αἰσχύλ. Πέρσ. 763· κατ’ Ἀρκαδίαν μηλοτρόφον Βακχυλ. Χ, 95, Blass· ποιμὴν Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ι΄, 2.

Greek Monolingual

μηλοτρόφος, -ον (Α)
αυτός που εκτρέφει πρόβατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο» + -τρόφος (< τρέφω)].

Greek Monotonic

μηλοτρόφος: -ον, αυτός που εκτρέφει πρόβατα, Χρησμ. παρ' Ηροδ., Αισχύλ.

Middle Liddell

μηλο-τρόφος, ον
sheep-feeding, Orac. ap. Hdt., Aesch.