βλάστημος
German (Pape)
[Seite 447] ὁ, dasselbe, Aesch. Suppl. 313. Gedeihen, Blüte, Spt. 12.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM βλάσφημος, -ον)
1. εκείνος που βλαστημά, που βρίζει τα θεία
2. (για λόγια) απρεπής, υβριστικός
αρχ.
δυσοίωνος, γρουσούζικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. βλαστημώ].