δεκασέλιδος

From LSJ
Revision as of 14:10, 1 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441

Greek Monolingual

-η, -ο
όποιος έχει δέκα σελίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + σελίς (-ίδος). Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Άγγ. Βλάχο].