μερίδιο

From LSJ
Revision as of 14:10, 1 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source

Greek Monolingual

το (ΑM μερίδιον, Μ και ἱμερίδι[ν] και μερίδι[ν])
μικρό μέρος, μικρή μερίδα
νεοελλ.-μσν.
μερίδα, μερτικό, το μέρος που αναλογεί σε κάποιον («πήρε μεγάλο μερίδιο από την κληρονομιά κι έτσι ζει πλουσιοπάροχα»)
μσν.
1. ομάδα, κατηγορία πληθυσμού
2. τμήμα στρατού
3. φρ. «κρατῶ μερίδι κάποιου» — είμαι με το μέρος κάποιου, τον υποστηρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μερίδ-ιον, υποκορ. του μερίς, -ίδος].