παρθενίς
From LSJ
ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, pecul.fem.of παρθένιος, name of a flower used in garlands, Poll.6.106; = ἀρτεμισία, Plin.HN25.73.
German (Pape)
[Seite 521] ἡ, eine Blume, Poll. 6, 106.
Greek (Liddell-Scott)
παρθενίς: -ίδος, ἡ, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ παρθένιος, ἓν ἐκ τῶν ἐν τοῖς στεφάνοις ἀνθέων, Πολυδ. Ϛ΄, 106.
Greek Monolingual
-ίδος, η, Α
1. είδος άνθους το οποίο χρησιμοποιούσαν για τον στολισμό στεφανιών
2. το φυτό αρτεμισία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + επίθημα -ίς (πρβλ. παρθένων)].