σανιδώνω
From LSJ
Ἡ δὲ παράκαιρος ἡδονὴ τίκτει βλάβην → Tempestiva aliqua ni voluptas sit, nocet → Die Lust zur falschen Zeit gebiert nur Schadensfrust
Greek Monolingual
σανιδῶ, -όω, ΝΑ σανίς, -ίδος]
επικαλύπτω μια επιφάνεια με σανίδες, στρώνω με σανίδια.