ορχηστής
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
Greek Monolingual
θηλ. ορχηστρίς, ο (ΑΜ ὀρχηστής, θηλ. ὀρχήστρια, Α θηλ. και ὀρχηστρίς, -ίδος) ορχούμαι
χορευτής
αρχ.
1. χοροδιδάσκαλος
3. ως κύριο όν. Ὀρχηστής
προσωνυμία του Απόλλωνος και του Πανός.