καταθαμβέομαι

Revision as of 11:14, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")

English (LSJ)

Pass., to be astonished at, c. acc., Plu.Num.15, Fab.26.

German (Pape)

[Seite 1348] in Verwunderung gesetzt werden, erstaunen; κατατεθαμβημένος τὸν Ἀννίβαν Plut. Fab. 26, vgl. Num. 15.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
voir avec frayeur, redouter.
Étymologie: κατά, θαμβέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-θαμβέομαι versteld staan over, met acc.

Russian (Dvoretsky)

καταθαμβέομαι: изумляться, поражаться (τὴν τοῦ Νουμᾶ δύναμιν, τὸν Ἀννίβαν Plut.).

Greek Monotonic

κατᾰθαμβέομαι: Παθ., είμαι έκθαμβος, έκπληκτος, κατάπληκτος, με αιτ., σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

καταθαμβέομαι: Παθ., εἶμαι ἔκθαμβος πρός τι,· μετ’ αἰτιατ., Πλουτ. Νουμ. 15, Φαβ. 26.

Middle Liddell

Pass. to be astonished at, c. acc., Plut.