χιλιόναυς
From LSJ
English (LSJ)
εως, ὁ, ἡ,
A of a thousand ships, στρατός E.Or.352 (anap.); ὁ χ. Ἑλλάδος Ἄρης Id.Andr.106 (eleg.); ἐλάταις χιλιόναυσιν, = χιλίαις ναυσί, Id.IA174 (lyr.); also in later Prose, χ. στόλος Str. 13.1.27.
German (Pape)
[Seite 1356] εως, aus tausend Schiffen bestehend; στρατός Eur. Or. 352; Ἑλλάδος Ἄρης Andr. 106; ἐλάταις χιλιόναυσιν I. A. 174.