ἀντιμέλλω

Revision as of 11:44, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")

English (LSJ)

wait and watch against one, ἀντιμελλησαι Th.3.12 (Sch. for ἀντεπι-).

Spanish (DGE)

demorarse a su vez Th.3.12.

German (Pape)

[Seite 255] (s. μέλλω), dagegen, ebenfalls zögern, Thuc. 3, 12, s. ἀντεπιμέλλω.

French (Bailly abrégé)

différer ou temporiser à son tour.
Étymologie: ἀντί, μέλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιμέλλω: со своей стороны медлить, в свою очередь выжидать (ἀντεπιβουλεῦσαι καὶ ἀντιμελλῆσαι Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιμέλλω: περιμένω καὶ ἐγὼ καιροφυλακῶν ἐναντίον τινός, ἀντιμελλῆσαι Θουκ. 3. 12, ἐκ διορθώσ. τοῦ Βεκκ. ἀντὶ τῆς γραφ. τοῦ χειρογρ. ἀντεπιμελλῆσαι.

Greek Monolingual

ἀντιμέλλω (Α)
περιμένω καιροφυλακτώντας εναντίον κάποιου.

Greek Monotonic

ἀντιμέλλω: μέλ. -μελλήσω, περιμένω και καιροφυλακτώ, απαρ. αορ. αʹ ἀντιμελλῆσαι, σε Θουκ.

Middle Liddell

to wait and watch against one, aor1 inf. ἀντιμελλῆσαι, Thuc.