αφιλοξενία

From LSJ
Revision as of 17:27, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ἀξενία, κακοξενία" to "ἀξενία, ἀφιλοξενία, ἀφιλοξενίη, κακοξενία")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233

Greek Monolingual

η (AM ἀφιλοξενία) αφιλόξενος
έλλειψη φιλοξενίας, απροθυμία για φιλοξενία.

Translations

inhospitality

German: Ungastlichkeit, Unwirtlichkeit; Greek: αξενία, αφιλοξενία; Ancient Greek: ἀμειξία, ἀμειξίη, ἀμιξία, ἀμιξίη, ἀξενία, ἀφιλοξενία, ἀφιλοξενίη, κακοξενία, τὸ ἄμικτον; Irish: doicheall, ainfhéile; Italian: inospitalità; Manx: neuoastys, neufeoiltys, neughiastyllys, neughoaldeeaght, pitteogys; Old English: uncumlīþnes, unġiestlīþnes; Spanish: inhospitalidad