στρεψηλάκατος

Revision as of 16:47, 5 March 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

[ᾰκ], ον turning the spindle, epithet of δαίμονες, PMag.Par.1.1358.

Spanish

que hace girar el eje

Greek Monolingual

-ον, Α
(ως προσωνυμία τών δαιμόνων) αυτός που περιστρέφει την ηλακάτη, τη ρόκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψ- του αόρ. -στρεψ-α του στρέφω + ἠλακάτη (πρβλ. χρυσηλάκατος)].

Léxico de magia

-ον que hace girar el eje en plu. de seres indefinidos ἐπικαλοῦμαι ὑμᾶς ... φοβεροδιακράτορας, στρεψηλακάτους, χιονοβροχοπαγεῖς os invoco a vosotros, que gobernáis con terror, que hacéis girar el eje, que congeláis la nieve y la lluvia P IV 1358