ιπποτοξότης
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
Greek Monolingual
ἱπποτοξότης, ὁ (Α)
ιππέας οπλισμένος με τόξο, έφιππος τοξότης («ἱππέας δὲ ἀπέφαινε διακόσιους και χιλίους ξὺν ἱπποτοξόταις», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + τοξότης (< τόξον)].
Translations
mounted archer
ca: arquer a cavall; cs: jízdní lučištník; de: Bogenschütze zu Pferde; el: ιπποτοξότης; grc: ἱπποτοξότης, ἀφιπποτοξότης, ἀμφιπποτοξότης; en: mounted bowman, horse-archer, horse archer, mounted archer, mounted bowman, horseback archer; es: arquero a caballo; fr: archer à cheval, archer monté; he: קשת רכוב; hu: lovasíjászat; id: pemanah berkuda; it: arciere a cavallo; ja: 弓騎兵; ko: 궁기병; lt: raitieji lankininkai; ms: pemanah berkuda; ro: arcaș călare; ru: конный лучник; sv: beridet bågskytte; ta: ஏற்ற வில்வித்தை; zh: 弓騎兵