γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή → a woman ought to help a woman
δεῖγμα, ἀνακεφαλαίωσις, ξυλλογή, συγκεφαλαίωσις, συγκορύφωσις, συλλογή, συναγωγή