ἀπορριπτέω
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
English (LSJ)
later for ἀπορρίπτω.
Spanish (DGE)
tirar, echar καρπόν X.HG 5.4.42, (τὰ σημεῖα) Plu.Caes.39, cf. Hierocl.Facet.80
•fig. en v. pas. πρὸς τοὐ[ν] αντίον κακόν Phld.Vit.12.8.
French (Bailly abrégé)
ἀπορριπτῶ :
seul. prés. et impf;
c. ἀπορρίπτω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπορριπτέω: Xen., Plut. = ἀπορριπτω.