ἐξευλαβέομαι
English (LSJ)
guard carefully against, τι Pl.La.199d, al.; ἐ. τοῦτο μή.. E.Andr.644; ἐ. μή.. A.Fr.205.
German (Pape)
[Seite 879] sich sorgfältig in Acht nehmen, μή σε προσβάλῃ Aesch. frg. 181; Eur. Andr. 645; τὰ δεινά Plat. Lach. 199 e; Folgde.
French (Bailly abrégé)
ἐξευλαβοῦμαι;
se garder avec soin de, acc. ; avec μή et le subj..
Étymologie: ἐξ, εὐλαβέομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐξευλᾰβέομαι: старательно остерегаться, всячески избрать (τὴν αὐθάδειαν Plut.; ἐ. μὴ φίλοις τεύχειν ἔριν Eur.): ἐ. τὰ δεινὰ καὶ τὰ μή Plat. тщательно разбирать, чего следует бояться, а чего нет.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξευλᾰβέομαι: προφυλάττομαι μετὰ προσοχῆς, ἔκ τινος, μετ᾿ αἰτ., ἐξευλαβεῖσθαί τε τὰ δεινὰ καὶ τὰ μὴ Πλάτ. Λάχ. 199D, κ. ἀλλ.: ἐξευλ. τοῦτο μή... Εὐρ. Ἀνδρ. 645· ἐξ. μή... Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 195.
Greek Monotonic
ἐξευλᾰβέομαι: μέλ. -ήσομαι, παίρνω προφυλάξεις, δείχνω επιφύλαξη απέναντι σε κάτι, τι, σε Ευρ., Πλάτ.