στενόω

Revision as of 21:50, 19 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(όω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

Ion. στεινόω, straiten, confine, contract, αὐτήν (the trachea) Gal.18(2).949; τὴν γαστέρα Lib.Decl.31.20; = angusto, Dosith.p.435K.:—mostly in Pass., ἐς στενώτερον ἐστενωμέναι (prob. f.l. for συνηγμέναι) Hp.VM22; ὄρη τὰς διεξόδους ἐστένωται have their outlets narrow, Hdn.8.1.6; στεινούμενον αὐλαῖς.. ἄλσος, sc. by comparison, AP9.656.13; cf. στεγνόω II.2: metaph., to be in difficulty, τοῖς στιχουργήμασι Sch.Lyc.324.

German (Pape)

[Seite 936] ion. στεινόω, verengen, eng machen, Liban.

French (Bailly abrégé)

στενῶ :
resserrer, rétrécir.
Étymologie: στενός.

Russian (Dvoretsky)

στενόω: ион. στεινόω стеснять, суживать: στενούμενός τινι Anth. стесненный чем-л.

Greek (Liddell-Scott)

στενόω: Ἰωνικ. στεινόω, στενὸν ποιῶ, περιορίζω, συστέλλω, στενώτερον Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17· τὰς διεξόδους ἐστένωται, ἔχει στενὰς ἐξόδους, Ἡρῳδ. 8. 1· στεινούμενον αὐλαῖς .. ἄλσος Ἀνθ. Π. 9. 656, 13· - μεταφορ., εὑρίσκομαι ἐν δυσκολίᾳ ἢ δυσχερείᾳ, Βυζ.

Greek Monotonic

στενόω: Ιων. στεινόω, κάνω κάτι στενό, στενεύω, περιορίζω, συμμαζεύω· στην Παθ., σε Ανθ.

Middle Liddell

to straiten:—in Pass., Anth.