στενεύω
From LSJ
Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt
Greek Monolingual
Ν στενός
1. κάνω κάτι πιο στενό, ελαττώνω το πλάτος του («στενεύω το φόρεμα»)
2. (για ένδυμα ή υπόδημα) ενοχλώ, στενοχωρώ κάποιον, τον κάνω να πονά («μέ στενεύουν τα παπούτσια μου»)
3. (αμτβ.) α) γίνομαι στενός («ο δρόμος στενεύει προς τα κάτω»)
β) περιορίζομαι (α. «στενεύουν τα περιθώρια δράσης του» β. «στενεύουν οι δυνατότητές του»)
4. φρ. «στενεύουν τα πράγματα» — η κατάσταση γίνεται δύσκολη.