ἀλωπεκέη
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
German (Pape)
[Seite 113] zusammengezogen ἀλωπεκῆ, ἡ, der Fuchsbalg, Her. 7, 75; Plut. Lys. 7; Polyaen. 2, 1, 5.
Russian (Dvoretsky)
ἀλωπεκέη: ион., стяж. ἀλωπεκῆ (ᾰ) ἡ (sc. δορά) лисья шкура er., Plut.