θηρίωσις
English (LSJ)
-εως, ἡ, turning into a beast, Luc. Salt.48.
German (Pape)
[Seite 1210] ἡ, Verwandlung in ein Tier, Luc. salt. 48.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
métamorphose en bête sauvage.
Étymologie: θηρίον.
Russian (Dvoretsky)
θηρίωσις: εως ἡ превращение в (дикое) животное Luc.
Greek (Liddell-Scott)
θηρίωσις: -εως, ἡ, ἡ εἰς θηρίον μεταβολή, Λουκ. Ὀρχ. 48. ΙΙ. ἀγριότης, τὸ κτηνῶδες, Γρηγ. Νύσσ.
Greek Monolingual
θηρίωσις, ἡ (Α) θηριώ
μεταβολή σε θηρίο, μεταμόρφωση σε θηρίο.