θηρίωσις

Revision as of 22:10, 21 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (elru replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

-εως, ἡ, turning into a beast, Luc. Salt.48.

German (Pape)

[Seite 1210] ἡ, Verwandlung in ein Tier, Luc. salt. 48.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
métamorphose en bête sauvage.
Étymologie: θηρίον.

Russian (Dvoretsky)

θηρίωσις: εως ἡ превращение в (дикое) животное Luc.

Greek (Liddell-Scott)

θηρίωσις: -εως, ἡ, ἡ εἰς θηρίον μεταβολή, Λουκ. Ὀρχ. 48. ΙΙ. ἀγριότης, τὸ κτηνῶδες, Γρηγ. Νύσσ.

Greek Monolingual

θηρίωσις, ἡ (Α) θηριώ
μεταβολή σε θηρίο, μεταμόρφωση σε θηρίο.

Greek Monotonic

θηρίωσις: -εως, ἡ (θηριόω), η μετατροπή σε θηρίο, σε Λουκ.

Middle Liddell

θηρίωσις, εως θηριόω
a turning into a beast, Luc.