ἀπερείσιος

Revision as of 12:30, 23 March 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἀπερείσιον, = ἀπειρέσιος (boundless, immense); ἀπερείσι' ἄποινα countless ransom, Il.1.13, al.; ἕδνα 16.178; δῶρα A.R.1.419; ἄλγος AP7.363.

Spanish (DGE)

v. ἀπειρέσιος.

German (Pape)

[Seite 287] ep. = ἀπειρέσιος, Hom. oft ἀπερείσι' ἄποινα, z. B. Il. 1, 13, viel Lösegeld; ἀπ. ἕδνα Iliad. 16, 178 Od. 19, 529.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ἀπειρέσιος.

Russian (Dvoretsky)

ἀπερείσιος: Hom. = ἀπειρέσιος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπερείσιος: -ον, ἕτερος Ἐπ. τύπος τοῦ ἀπειρέσιος, ὡς ἀείδελος ἀντὶ ἀΐδηλος, παρ’ Ὁμ. ἀεί, ἀπερείσι’ ἄποινα, «ἄπειρα τῷ πλήθει, πολλὰ δῶρα, λύτρα» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 13, κτλ.

English (Autenrieth)

see ἀπειρέσιος.

Greek Monolingual

ἀπερείσιος, -ον (Α)
βλ. απειρέσιος.

Greek Monotonic

ἀπερείσιος: -ον, άλλος ένας Επικ. τύπος του ἀπειρέσιος, στον Όμηρ.· πάντοτε ἀπερείσι' ἄποινα, αναρίθμητα δώρα, λύτρα.

Frisk Etymological English

See also: ἀπειρέσιος

Middle Liddell

ἀπειρέσιος
ἀπερείσι' ἄποιναcountless ransom.

Frisk Etymology German

ἀπερείσιος: {apereísios}
See also: s. ἀπειρέσιος.
Page 1,121