ἐξαλειπτικός
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
English (LSJ)
ή, όν,
A obliterating, τύπος ἐ. τοῦ προτέρου S.E.M.7.373.
German (Pape)
[Seite 866] ή, όν, zum Auswischen gehörig, Sest. Emp. adv. math. 7, 373.